- δυσάρεστος
- -η, -ο (AM δυσάρεστος, -ον)αυτός που προκαλεί δυσαρέσκεια, ανεπιθύμητος, ενοχλητικός («δυσάρεστος καιρός»)αρχ.1. αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται2. ο δυσαρεστημένος από κάτι ή κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσάρεστος — hard to appease masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσάρεστος — η, ο αυτός που προκαλεί δυσαρέσκεια, που δεν είναι ευχάριστος, ο ενοχλητικός: Το πρωί είχα μια δυσάρεστη συνάντηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσαρεστότερον — δυσάρεστος hard to appease adverbial comp δυσάρεστος hard to appease masc acc comp sg δυσάρεστος hard to appease neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαρέστως — δυσάρεστος hard to appease adverbial δυσάρεστος hard to appease masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσάρεστον — δυσάρεστος hard to appease masc/fem acc sg δυσάρεστος hard to appease neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαρεστότερος — δυσάρεστος hard to appease masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαρέστοις — δυσάρεστος hard to appease masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαρέστου — δυσάρεστος hard to appease masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαρέστους — δυσάρεστος hard to appease masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαρέστων — δυσάρεστος hard to appease masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)